περιποιώ

περιποιώ
(ε) μετ. уст. :

περιποι τιμήν — делать честь (кому-л.);

αυτό δεν σας περιποιεί τιμήν — это не делает вам чести


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "περιποιώ" в других словарях:

  • περιποιώ — περιποιῶ, έω, ΝΜΑ νεοελλ. παρέχω, δίνω (α. «η παρουσία σας μάς περιποιεί μεγάλη τιμή» β. «σφόδρ ἄν Αρτεμισίαν πειραθῆναι περιποιῆσαι Ῥόδον αὐτῷ», Δημοσθ.) νεοελλ. 1. (κυρίως το μέσ.) περιποιούμαι και περιποιέμαι α) παρέχω περιποίηση, εξυπηρετώ,… …   Dictionary of Greek

  • περιποιῶ — περιποιέω cause to remain over and above pres subj act 1st sg (attic epic doric) περιποιέω cause to remain over and above pres ind act 1st sg (attic epic doric) περιποιέω cause to remain over and above pres subj act 1st sg (attic epic doric)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιποιούμαι — περιποιούμαι, περιποιήθηκα, περιποιημένος βλ. πίν. 75 Σημειώσεις: περιποιούμαι : η μτχ. περιποιημένος χρησιμοποιείται ως επίθετο (→ αυτός που η εμφάνιση του κτλ. δείχνει ιδιαίτερη φροντίδα, περιποίηση). Η ενεργητική φωνή περιποιώ έχει επιβιώσει… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καλοσυσταίνω — και καλοσυστήνω 1. δίνω καλές συστάσεις για κάποιον 2. περιποιώ τιμή σε κάποιον, προσθέτω στην καλή φήμη και υπόληψη κάποιου («αυτά που κάνεις δεν σέ καλοσυσταίνουν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + συσταίνω / συστήνω] …   Dictionary of Greek

  • περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… …   Dictionary of Greek

  • περιποίημα — τὸ, Α [περιποιώ] απόκτηση …   Dictionary of Greek

  • περιποίηση — η / περιποίησις, ήσεως ΝΜΑ [περιποιώ] νεοελλ. 1. πρόθυμη εξυπηρέτηση, στοργική μεταχείριση κάποιου, πρόθυμη παροχή υπηρεσιών σε κάποιον 2. υπηρεσία που παρέχεται αντί συγκεκριμένης αμοιβής («η περιποίηση τού αρρώστου ανατέθηκε σε ειδική… …   Dictionary of Greek

  • περιποιητικός — ή και ιά, ό / περιποιητικός, ή, όν, ΝΜΑ [περιποιώ] νεοελλ. (για πρόσ.) αυτός που είναι πρόθυμος και ικανός να παρέχει περιποιήσεις μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ περιποιητικόν προστασία μσν. αρχ. αυτός που μπορεί να παρέχει ή να προξενεί κάτι («ταῡτα… …   Dictionary of Greek

  • περιποιητός — ή, όν, Α [περιποιώ] (κατά τον Ησύχ.) αυτός που παρέχεται με αφθονία …   Dictionary of Greek

  • περιποιούμαι — περιποιοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ και περιποιέμαι Ν βλ. περιποιώ …   Dictionary of Greek

  • ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»